καθαριστήριο(ν)

καθαριστήριο(ν)
το мастерская по чистке (одежды и т. п.); химчистка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καθαριστήριο(ν)" в других словарях:

  • καθαριστήριο — το (AM καθαριστήριον) [καθαρίζω] νεοελλ. τόπος στον οποίο γίνεται καθαρισμός, εργαστήριο καθαρισμού («έδωσα τα ρούχα στο καθαριστήριο») μσν. κούπα αρχ. τόπος για εξαγνισμό, για καθαρισμό, καθαρτήριο …   Dictionary of Greek

  • καθαριστήριο — το κατάστημα όπου καθαρίζουν ενδύματα κ.ά.: Με τον ερχομό της άνοιξης στέλνουμε πολλά χειμωνιάτικα ρούχα στο καθαριστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηλιδοκαθαριστήριο — το εργαστήριο όπου καθαρίζονταν οι κηλίδες ενδυμάτων ή υφασμάτων, καθαριστήριο …   Dictionary of Greek

  • πλυντήριος — α, ο / πλυντήριος, ον ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλύση ή ο κατάλληλος για πλύση νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πλυντήριο α) μέρος τού σπιτιού ὁπου γίνεται το πλύσιμο, πλυσταρειό β) κατάστημα που αναλαμβάνει το πλύσιμο τών ρούχων,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • φρεσκάρω — φρεσκάρισα και φρέσκαρα, φρεσκαρίστηκα, φρεσκαρισμένος (λ. ιταλ.) 1. μτβ., κάνω κάτι νωπό, το κάνω να είναι φρέσκο, του δίνω φρεσκάδα, του δίνω δροσερή εμφάνιση: Βάλε τα φρούτα στο ψυγείο να τα φρεσκάρεις λίγο. 2. ανακαινίζω, μεταποιώ κάτι, ώστε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»